μονιμότητα

μονιμότητα
[-ης (-ητος)] η
1) постоянство, стабильность, прочность (положения и т. п.); 2) нахождение в штате; причисление к штату

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μονιμότητα" в других словарях:

  • μονιμότητα — η (Α μονιμότης) [μόνιμος] η ιδιότητα τού μόνιμου, σταθερότητα, διάρκεια νεοελλ. το σύνολο τών προβλεπόμενων από το Σύνταγμα και τη συναφή νομοθεσία εγγυήσεων εναντίον ορισμένων βαρύνουσας σημασίας υπηρεσιακών μεταβολών τών δημόσιων υπαλλήλων,… …   Dictionary of Greek

  • μονιμότητα — η το να είναι κάτι μόνιμο, η σταθερότητα: Εξετάζεται από την κυβέρνηση η άρση της μονιμότητας στο δημόσιο τομέα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονιμότητα — μονιμότης constancy fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημόσιος λειτουργός — Κάθε πρόσωπο που συνεργάζεται συστηματικά για τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, είτε είναι δημόσιος υπάλληλος είτε όχι, όπως, για παράδειγμα, οι στρατιώτες, οι ένορκοι, οι δικηγόροι, οι ιδιώτες μέλη επιτροπών, συμβουλίων, εθελοντές ή τιμητικά …   Dictionary of Greek

  • μόνιμος — η, ο (ΑΜ μόνιμος, η, ον) 1. αυτός που παραμένει στον ίδιο τόπο, σταθερός 2. (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που παραμένει αμετάβλητος, διαρκής νεοελλ. (για δημόσιο υπάλληλο) αυτός που ἔχει μονιμότητα, σε αντιδιαστολή προς τον ἔκτακτο ή τον… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • -τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… …   Dictionary of Greek

  • γεροντισμός — Η σωματική και διανοητική κατάσταση, αλλά και οι γεροντικές συνήθειες. Γ. ονομάζεται επίσης το πολιτικό σύστημα, στο οποίο την αρχή έχουν οι γέροι, γνωστό και ως γεροντοκρατία. (Εκκλ.) Διοικητικό σύστημα του οικουμενικού πατριαρχείου της… …   Dictionary of Greek

  • εδραιότητα — η (AM ἑδραιότης) [εδραίος] σταθερότητα, μονιμότητα αρχ. ακινησία …   Dictionary of Greek

  • μετακλητός — ή, ό [μετακαλώ] 1. αυτός που μπορεί να μετακληθεί ή αυτός που ήλθε με μετάκληση 2. (για υπάλληλο) αυτός που μπορεί να ανακληθεί οποιαδήποτε στιγμή, ο μη μόνιμος, ο ανακλητός 3. το ουδ. ως ουσ. το μετακλητό (ιδίως για δημόσιο υπάλληλο) η… …   Dictionary of Greek

  • μονή — Βλ. λ. μοναστήρι ή μονή. * * * η (ΑΜ μονή) 1. μοναστήρι 2. τόπος διαμονής, κατάλυμα («ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῡ πατρός μου μοναὶ πολλαί εἰσιν», ΚΔ) 3. τόπος στον οποίο μένει ή σταθμεύει κανείς προσωρινά, χάνι, πανδοχείο («τέτμηται δὲ διὰ τῶν μονῶν ἡ ὁδός» …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»